- υπόζευξη
- η / ὑποζεύξις, -εως, ΝΑ [ὑποζευγνύω / ὑποζεύγνυμι]νεοελλ.(σχετικά με ζώα) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποζευγνύω, το ζέψιμοαρχ.γραμμ. υποτελής ή εξαρτημένη σχέση, υπόταξη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποζεύξῃ — ὑποζεύξηι , ὑπόζευξις a subjoining fem dat sg (epic) ὑποζεύγνυμι yoke under aor subj mid 2nd sg ὑποζεύγνυμι yoke under aor subj act 3rd sg ὑποζεύγνυμι yoke under fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)